détermination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
détermination < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
détermination déterminations

détermination (fr) θηλυκό

  1. ο προσδιορισμός
  2. η αποφασιστικότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]