dab

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

dab (en)

  • χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
    • απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dab (en)

  1. λιγουλάκι
  2. ακροδάχτυλο
  3. ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση