datte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
datte dattes

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ομόηχο: date

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

datte (fr) θηλυκό