dazzle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

dazzle (en)

  1. θαμπώνω με τη λάμψη μου
  2. καμουφλάρω αντικείμενο με περίπλοκο μοτίβο

Συγγενικά

[επεξεργασία]