dedenz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

dedenz

  1. (χρονικό και τοπικό) μέσα, μέσα σε

Πρόθεση

[επεξεργασία]

dedenz

  1. μες, μέσα σε



Επίρρημα

[επεξεργασία]

dedenz και dedanz

  1. (χρονικό και τοπικό) μέσα, μέσα σε

Πρόθεση

[επεξεργασία]

dedenz

  1. μες, μέσα σε