defy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

defy (en)

  • αψηφώ
  • I defy you to do something: σε προκαλώ να (κάνεις κάτι αδύνατο, απίθανο, που δεν γίνεται, που δεν μπορεί να συμβεί)