demonstrative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
demonstrative < demonstrate + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

demonstrative (en)

  • (γραμματική) δεικτικός
    Called demonstrative pronouns, they are used to show something.
    Δεικτικές αντωνυμίες ονομάζονται αυτές που χρησιμοποιούνται για να δείξουμε κάτι.