den

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

den (en)

  1. το άντρο (φωλιά ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού)
  2. το άντρο, το κρησφύγετο
  3. το ησυχαστήριο ενός ανθρώπου στο σπίτι του, ο προσωπικός του χώρος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

den



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

den (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

den (cs) αρσενικό

  1. μέρα