deszcz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deszcz (pl) αρσενικό

  • η βροχή (με την κανονική και τη μεταφορική έννοια)