diable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

diable < λατινική diabolus < αρχαία ελληνική διάβολος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /djabl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diable diables

diable (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) ο διάβολος

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

diable (fr)

  1. δηλώνει έκπληξη, εκνευρισμό
    que diable se passe-t-il ? - τι διάολο συμβαίνει;
    → δείτε τις λέξεις bigre και fichtre

Συγγενικά

[επεξεργασία]