diligent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | diligent |
συγκριτικός | more diligent |
υπερθετικός | most diligent |
Επίθετο
[επεξεργασία]- επιμελής
- ↪ He is very diligent in his work.
- Είναι πολύ επιμελής στη δουλειά του.
- ≈ συνώνυμα: hard-working, industrious, painstaking και thorough
- ↪ He is very diligent in his work.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diligent | diligents |
θηλυκό | diligente | diligentes |
Επίθετο
[επεξεργασία]diligent (fr)