diligent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός diligent
συγκριτικός more diligent
υπερθετικός most diligent

Επίθετο

[επεξεργασία]

diligent (en) (επίσημο)



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό diligent diligents
θηλυκό diligente diligentes

Επίθετο

[επεξεργασία]

diligent (fr)

  1. (παρωχημένο) επιμελής
  2. σβέλτος, ταχύς

Συγγενικά

[επεξεργασία]