disconnection

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
disconnection disconnections

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disconnection < dis- + connection

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌdɪs.kəˈnek.ʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disconnection (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • αποσύνδεση
    She hopes for a gradual disconnection from the organisation. She doesn't agree with their policies anymore.
    Αυτή, ελπίζει για μια βαθμιαία αποσύνδεση από τον οργανισμό. Δε συμφωνεί πλέον με τις πολιτικές τους.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]