double back
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | double back |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubles back |
αόριστος | doubled back |
παθητική μετοχή | doubled back |
ενεργητική μετοχή | doubling back |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]double back (en)
- γυρνώ πίσω από την κατεύθυνση/διαδρομή που ήρθα
- πισωγυρνώ, πισωγυρίζω
- (κατ’ επέκταση) επανεξετάζω εσφαλμένη διαδικασία, ξεκινώ από την αρχή λόγω λάθους ή ξεκινώ από το σημείο του λάθους