dress

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dress dresses

dress (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας dress
γ΄ ενικό ενεστώτα dresses
αόριστος dressed
παθητική μετοχή dressed
ενεργητική μετοχή dressing

dress (en)

  1. (μεταβατικό) ντύνω
    She dressed the children.
    Έντυσε τα παιδιά.
     συνώνυμα: clothe, attire
  2. (αμετάβατο) ντύνομαι
    I got up, dressed (myself) and went to work.
    Σηκώθηκα, ντύθηκα και πήγα στη δουλειά.
     συνώνυμα: get dressed
  3. στολίζω (πχ το χριστουγεννιάτικο δέντρο)
  4. ετοιμάζω μια επιφάνεια (ξύλο, μέταλλο, ύφασμα, δέρμα) με ειδική επεξεργασία
  5. επιδένω, δένω, περιορίζω κάτι επικίνδυνο για την υγεία
    I dress a wound.
    Δένω ένα τραύμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bandage