drink

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drink drinks

drink (en)

ενεστώτας drink
γ΄ ενικό ενεστώτα drinks
αόριστος drank, drunk
παθητική μετοχή drunk, drunken
ενεργητική μετοχή drinking

drink (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drink drinks

drink (fr) αρσενικό