duel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duel (en)

duel (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
duel duels

duel (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό duel duels
θηλυκό duelle duelles

duel (fr)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

duel (cs) αρσενικό

  1. η μονομαχία