eating
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το φαγητό, το φάγωμα, η ενέργεια του να τρώω
- ↪ I like eating.
- Μου αρέσει το φαΐ.
- ↪ It isn’t suitable for eating.
- Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα.
- ↪ I like eating.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]eating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του eat