emergency

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
emergency emergencies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

emergency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η έκτακτη ανάγκη
    if there is an emergency - αν υπάρχει έκτακτη ανάγκη
    to be used only in an emergency - να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης
    a state of emergency - κατάσταση έκτακτης ανάγκης
    They have some money for an emergency.
    Έχουν μερικά λεφτά για ώρα ανάγκης.