ending
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ending | endings |
ending (en)
- το τέλος, το τελευταίο μέρος μιας ιστορίας, ταινίας κτλ.
- (γραμματική) η κατάληξη μιας λέξης
- ↪ Why do some adverbs have two endings while others have only one?
- Γιατί τα επιρρήματα έχουν δυο καταλήξεις ενώ κάποια άλλα μόνο μία;
- ↪ Why do some adverbs have two endings while others have only one?
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ending (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του end