endow with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας endow with
γ΄ ενικό ενεστώτα endows with
αόριστος endowed with
παθητική μετοχή endowed with
ενεργητική μετοχή endowing with

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
endow with < → δείτε τις λέξεις endow και with

endow with (en)

  • προικίζω με, δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον
    Nature endowed her with great beauty.
    Η φύση την προίκισε με μεγάλη ομορφιά.