endure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας endure
γ΄ ενικό ενεστώτα endures
αόριστος endured
παθητική μετοχή endured
ενεργητική μετοχή enduring

endure (en)