enfranchised
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]enfranchised (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]enfranchised (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του enfranchise: που έχει το δικαίωμα ψήφου