enveloppe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enveloppe enveloppes

enveloppe (fr) θηλυκό

  1. ο φάκελος
  2. το περίβλημα