epithet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
epithet epithets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

epithet (en)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • epithet στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια