equipment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- equipment < (άμεσο δάνειο) γαλλική équipement, αναλύεται σε equip + -ment
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪˈkwɪpmənt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]equipment (en)
- (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός, το εφόδιο, οτιδήποτε είναι απαραίτητο (το αντικείμενο)
- (μη μετρήσιμο) ο εξοπλισμός με τα απαραίτητα (η ενέργεια)
- (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) η συσκευή, ο εξοπλισμός [1]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- data carrier equipment (DCE)
- data circuit-terminating equipment (DCE)
- data communication equipment (DCE)
- data terminal equipment (DTE)