escu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | escuz | escu |
cas régime | escu | escuz |
escu αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | escuz | escu |
cas régime | escu | escuz |
escu αρσενικό