espèces
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]espèces (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- en espèces: τοις μετρητοίς
espèces (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό