espèces

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

espèces (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα μετρητά
  2. τα ψιλά


Εκφράσεις

[επεξεργασία]