eta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eta (en)

  • το ελληνικό γράμμα ήτα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eta (en)

  • κοινωνικά περιθωριοποιημένο άτομο στην Ιαπωνία



Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

eta (eu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eta (pl) θηλυκό

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ήτα