excellent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός excellent
συγκριτικός more excellent
υπερθετικός most excellent

Επίθετο

[επεξεργασία]

excellent (en)

  • εξαιρετικός, άριστος, υπέροχος, ωραίος, πολύ καλός
    an excellent friend/scientist - ένας εξαιρετικός φίλος/επιστήμονας
    He is an excellent student/doctor.
    Είναι άριστος φοιτητής/γιατρός.
    excellent art - υπέροχη τέχνη
    He has excellent prospects.
    Έχει πολύ ωραία προοπτική.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό excellent excellents
θηλυκό excellente excellentes

excellent (fr)