expert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός expert
συγκριτικός more expert
υπερθετικός most expert

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈek.spɜːt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈek.spɝːt/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

expert (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
expert experts

expert (en)

  • ο ειδήμονας, ο επαΐων, ο εμπειρογνώμων
    She is an expert at martial arts. She teaches judo and karate.
    Αυτή είναι μια εμπειρογνώμων στις πολεμικές τέχνες. Διδάσκει τζούντο και καράτε.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expert (fr)