explosion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Explosion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

explosion (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
explosion explosions

explosion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

explosion (sv)