extended

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός extended
συγκριτικός more extended
υπερθετικός most extended

Επίθετο[επεξεργασία]

extended (en)

  1. εκτεταμένος
  2. παρατεταμένος
  3. επιμηκυμένος
  4. προτεταμένος

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

extended (en)