fa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fa (it) αρσενικό

fa (it)

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα δεικτικής του fare
  2. β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του fare

Επίρρημα

[επεξεργασία]

fa (it)