facétie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
facétie facéties

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
facétie < facecie < λατινική facetia < facetus (καλοφτιαγμένος, ευχάριστος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.se.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facétie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]