facétie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
facétie | facéties |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- facétie < facecie < λατινική facetia < facetus (καλοφτιαγμένος, ευχάριστος)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]facétie (fr) θηλυκό
- η φάρσα