fantôme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fantôme < παλαιά γαλλική fantosme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɑ̃.tom/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fantôme fantômes

fantôme (fr) αρσενικό

On dirait que tu as vu un fantôme. - Θα 'λεγε κανείς ότι είδες ένα φάντασμα.
Belphégor, le fantôme du Louvre - Βεελφεγώρ, το φάντασμα του Λούβρου

Συγγενικά

[επεξεργασία]