farmo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmo | farmoj |
αιτιατική | farmon | farmojn |
farmo (eo)
- η φάρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmo | farmoj |
αιτιατική | farmon | farmojn |
farmo (eo)