fatigue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: fatigué

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fatigue (en)

  1. αγγαρεία
  2. κούραση, κάματος



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fatigue < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fa.tiɡ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fatigue fatigues

fatigue (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]