favor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
favor favors

favor (en) (ΗΠΑ) και favour (ΗΒ)

ενεστώτας favor
γ΄ ενικό ενεστώτα favors
αόριστος favored
παθητική μετοχή favored
ενεργητική μετοχή favoring

favor (en) (ΗΠΑ) και favour (ΗΒ)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
favor favores

favor (pt) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]