fiasco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiasco (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiasco < (άμεσο δάνειο) ιταλική far fiasco (αποτυγχάνω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fiasco fiascos

fiasco (fr) αρσενικό

  1. το φιάσκο
     συνώνυμα: échec, (οικείο) bide, (μεταφορικά) four
     αντώνυμα: réussite
  2. (μεταφορικά) σεξουαλική αποτυχία στον άνδρα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fiasco (it) αρσενικό