field
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
field | fields |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]field (en)
- ο αγρός, το χωράφι
- το γήπεδο, μια έκταση γης που χρησιμοποιείται για αθλήματα
- ↪ sports/playing field - αθλητικό γήπεδο
- ↪ football field - ποδοσφαιρικό γήπεδο
- το πεδίο
- (μαθηματικά) σώμα
- (πληροφορική) το πεδίο και ειδικότερα για τις βάσεις δεδομένων:
- (εραλδική) το φόντο
- ↪ the field of a shield - το φόντο ενός οικοσήμου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19
Πηγές
[επεξεργασία]- field (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- field (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 188. ISBN 9780194325684., λήμμα: γήπεδο