filtre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
filtre | filtres |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]filtre (fr) αρσενικό
- φίλτρο (για διύλιση)
ενικός | πληθυντικός |
filtre | filtres |
filtre (fr) αρσενικό