first in first out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
first in first out < → δείτε τις λέξεις  first, in και out

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

first in first out (en)

  1. η μέθοδος του να εξυπηρετείται πρώτα το αίτημα που παρελήφθη πρώτο
  2. (πληροφορική) ουρά, είναι βασική δομή δεδομένων

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]