génétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
génétique génétiques

Επίθετο

[επεξεργασία]

génétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]