germanique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʒɛʁ.ma.nik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
germanique germaniques

germanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό