get something over with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]get something over with (en)
- (ανεπίσημο, προφορικό) ξεμπερδεύω
- ↪ I will be glad if I get my chores over with.
- Θα είμαι χαρούμενος όταν ξεμπερδέψω με τις δουλειές μου.
- ↪ I will be glad if I get my chores over with.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- get something over with - Cambridge Dictionary online
- get something over with - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- get something over (with) - Oxford Learner's Dictionaries