gieu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gieu αρσενικό

  1. παιχνίδι
    → δείτε τη λέξη jeu