gji
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gji (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: gjiri) (πληθυντικός gji)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gji (hr)