go through

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας go through
γ΄ ενικό ενεστώτα goes through
αόριστος went through
παθητική μετοχή gone through
ενεργητική μετοχή going through

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
go through < → δείτε τις λέξεις go και through

go through (en)

  1. περνάω, ψηφίζομαι, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο ή μια σύμβαση
    The bill will not go through.
    Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
    The law that went through was blatantly unconstitutional.
    Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
     συνώνυμα:  get through και pass
  2. περνάω, εκτελώ μια σειρά ενεργειών για να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη διαδικασία
    The plan will have to go through the Town Council.
    Το σχέδιο θα πρέπει να περάσει από το Δημοτικό Συμβούλιο.
    In order to see him you’ll have to go through his secretary.
    Για να τον δεις πρέπει να περάσεις από τον γραμματέα του.
  3. περνάω, βιώνω κάτι ή υποφέρω από κάτι
    I have gone through two wars./I have been through two wars.
    Έχω περάσει δυο πολέμους.
    If only you knew what I have gone through (been through) with her!
    Να ήξερες τι πέρασα μαζί της!
    We have all gone through it.
    Όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη experience