grâce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

grâce < λατινική gratia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʁɑs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grâce grâces

grâce (fr) θηλυκό