grant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡɹænt/ (αμερικανικό)
 
ενεστώτας grant
γ΄ ενικό ενεστώτα grants
αόριστος granted
παθητική μετοχή granted
ενεργητική μετοχή granting

grant (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
grant grants

grant (en)

  1. παραχώρηση, χορήγηση
  2. υποτροφία
  3. επίδομα
  4. (οικονομία) επιδότηση



Επίθετο

[επεξεργασία]

grant

  1. μεγάλος
  2. → δείτε τη λέξη graim